QUANTUM


Από μια χειρονομία σου ένα ράκος προαιώνιο

έμεινε να καίεται πέρα από τη γνώση

δικό σου είναι αυτό που αναζητώ

που ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα

μα εντός σαλεύει. 


Κάθε βήμα προς εσένα

μου στοιχίζει την απογύμνωση

και την ατίμητη

συγκομιδή του φόβου μου εκποίησα

και το ξερό δέρμα της πρώτης πρώτης μέρας

την πρώτη θάλασσα τον πρώτο θάνατο

ίνα την ίνα την πρώτη σκέψη

κάθε βήμα προς εσένα μια κατάρρευση.


Για το αν υπάρχουν ανάμεσά μας σύνορα

και τι δεν έδωσα

εσύλησα το περήφανο λοφείο του προπάτορα

την πανάρχαιη νομοθεσία του θεού

και την αισθητική μου την ταναγραία

μια μοναδική συλλογή χειροκροτήματα

όλα σε πρώτη βλάστηση

έδωσα και το πιο εμπιστευτικό μου σχέδιο

για τη δομή των κρυστάλλων

απόσταγμα χιλιετηρίδων

λάφυρα και λάφυρα

οι νίκες οι κοίτες οι προεκτάσεις

όλη τη γενιά της βαρύτητας. 


Ακόμη και την ένδοξη σήψη μου έδωσα

που γενεές γενεών οδήγησε το γνωρίζεις

σε οδό σοφίας

απ’ τη φυτεία της φωνής μου όμως

τίποτα δεν σε τρέφει

από τη φωταψία του νου μου

τίποτα πια δεν αντανακλάς

και μόνο το βήμα μένει κατά σένα

η μελλούμενη πορεία

αξία έσχατη

το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω

όχι να σε βρω. 




ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ


Έως πού λοιπόν;

έως μυελού οστέων και πηγήν αίματος

πού θα ψάχνεις να με βρεις

έως πού να σε βρω;

κι αν εγώ είμαι που ύφανα την έκταση

κι αν ακόμη το νόημα είμαι του βυθού

ο αυτάρκης πυρόλιθος του όνειρου

αν ακόμη η ραχοκοκαλιά μου αστράφτει

όλη πυρίτιο και χαλκό

όπως ποτάμι αυτόφωτο

που κατεβάζει σπόνδυλους δεινόσαυρων

οστά πελασγικά

χειρόγραφα χαλδαίων

κ’ ελλήνων αίματα διάπυρα

τι θ’ αποδειχτεί;


Σκέφτομαι τ’ αναρίθμητα μέλη μου 

απ’ τη μεγάλη σάρκα που πονά

που φωσφορίζει που ηχεί που δεν ηχεί

τα μέλη μου σε μεγάλη διασπορά

να φράζουνε τα διάκενα των άστρων

να επισκευάζουνε το πρόσωπό σου θεέ μου

ανάπηρο απ’ τη βαρύτητα

ύστερα το κατεδαφίζουνε και ανακαλούν

τον αριθμό -τον ετεροθαλή σου-

χώνονται ανάμεσα στον πυροβολισμό

και στο θυμό μας

στο αλτ και στο πυρ

σ’ εκείνο το άρρητο κενό

που ο χρόνος κάποτε χώρεσε όλος

δεμένος χεροπόδαρα ώσπου γεννήθηκε

(πότε έγινε τούτο το φριχτό)

κ’ έφριξε η γη έφριξε ο ιστός του σύμπαντος

μέχρι τη φλέβα του χαλικιού

και τ’ αποκαΐδια της νύχτας.


Έκτωρ Κακναβάτος, Διασπορά, εκδ. Καστανιώτη















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου